θυρεοειδῆ

θυρεοειδῆ
θυρεοειδής
shield-shaped
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
θυρεοειδής
shield-shaped
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
θυρεοειδής
shield-shaped
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θυρεοειδή αδένα 2. φρ. (βιοχ.) «θυρεοειδικές ορμόνες» ορμόνες που εκκρίνονται από τον θυρεοειδή αδένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroidal < thyroid (πρβλ. θυρεοειδής) + al αντίστοιχη τής… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδοεπιγλωττιδικός — και θυρεοεπιγλωττιδικός, ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θυρεοειδή χόνδρο και στην επιγλωττίδα τού λάρυγγα («θυρεοεπιγλωττιδικός μυς» ο μυς που συνδέει τον θυρεοειδή χόνδρο με την επιγλωττίδα). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοϋοειδής — ές ανατ. αυτός που έχει σχέση με τον θυρεοειδή χόνδρο και με το υοειδές οστό («θυρεοϋοειδής μυς» μυς τού τραχήλου που βρίσκεται κάτω από το υοειδές οστό και τό συνδέει με τον θυρεοειδή χόνδρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyrohyoid <… …   Dictionary of Greek

  • αμηνόρροια — Η έλλειψη εμμήνων. Υπάρχουν δύο μορφές α.· η μία όταν τα έμμηνα δεν εμφανίζονται ποτέ και η άλλη όταν, ενώ πρώτα ήταν κανονικά, ξαφνικά δεν εμφανίζονται πλέον, από αιτίες που σχετίζονται με τη μήτρα, τις ωοθήκες, τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια,… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοαρυταινοειδής — ές αυτός που σχετίζεται ή αναφέρεται στον θυρεοειδή αδένα και στον αρυταινοειδή χόνδρο («θυραιοαρυταινοειδής μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroarytenoid < thyro (πρβλ. θυρεοειδής) + arytenoid < aryteno (πρβλ. αρύταινα <… …   Dictionary of Greek

  • θυρεογλωσσικός — ή, ό ανατ. φρ. «θυρεογλωσσισμός πόρος» δέσμη επιθηλιακού ιστού που μερικές φορές φέρει αυλό και συνδέει, στο έμβρυο, τον θυρεοειδή αδένα με το τυφλό τρήμα τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroglossal < thyro (πρβλ. θυρεο… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοκοιλίτης — θυρεοκοιλίτης, ὁ (Α) επιγρ. στρατιώτης οπλισμένος με κοίλο θυρεό*, με επιμήκη θυρεοειδή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + κοιλ ίτης (< κοίλος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσ.] …   Dictionary of Greek

  • θυρεοστιμουλίνη — η (βιοχ.) ορμόνη τής υπόφυσης η οποία ελέγχει τον σχηματισμό θυροξίνης στον θυρεοειδή αδένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreostimuline < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + stimuline (< λατ. stimulo… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”